- υδροσκοπικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροσκοπία ή στον υδροσκόπο (βλ. λλ.): Υδροσκοπικές έρευνες.2. το θηλ. ως ουσ., υδροσκοπική η τέχνη του υδροσκόπου, η υδροσκοπία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.